Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσλεπτύνω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογιστέος
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
πρόσλοιπος
προσλυμαίνομαι
View word page
προσλιπαρέω
to persevere
ShortDef
to persevere
Debugging
Headword:
προσλιπαρέω
Headword (normalized):
προσλιπαρέω
Headword (normalized/stripped):
προσλιπαρεω
IDX:
75870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75871
Key:
Data
{'content': 'to persevere'}