Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσλειτουργέω
προσλεπτύνω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογιστέος
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
πρόσλοιπος
View word page
προσλιπαίνω
enrich further

ShortDef

enrich further

Debugging

Headword:
προσλιπαίνω
Headword (normalized):
προσλιπαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσλιπαινω
IDX:
75869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75870
Key:

Data

{'content': 'enrich further'}