Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνθη
Ἀνθηδόνιος
Ἀνθηδών
ἀνθηδών
ἀνθήεις
ἀνθηλᾶς
ἀνθήλη
ἀνθήμερον
ἀνθηρογραφέω
ἀνθηροποικίλος
ἀνθηρός
ἀνθηρότης
ἄνθησις
ἀνθησσάομαι
ἀνθησυχάζω
ἀνθητικός
ἀνθίας
ἀνθιερόω
ἀνθίζω
ἀνθικός
ἀνθινός
View word page
ἀνθηρός
flowering, blooming

ShortDef

flowering, blooming

Debugging

Headword:
ἀνθηρός
Headword (normalized):
ἀνθηρός
Headword (normalized/stripped):
ανθηρος
IDX:
7586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7587
Key:

Data

{'content': 'flowering, blooming'}