Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσλείπω
προσλειτουργέω
προσλεπτύνω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογιστέος
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
View word page
προσλιμενίζομαι
run into harbour

ShortDef

run into harbour

Debugging

Headword:
προσλιμενίζομαι
Headword (normalized):
προσλιμενίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσλιμενιζομαι
IDX:
75868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75869
Key:

Data

{'content': 'run into harbour'}