Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσλειόω
προσλείπω
προσλειτουργέω
προσλεπτύνω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογιστέος
προσλογοποιέω
View word page
πρόσληψις
taking in addition

ShortDef

taking in addition

Debugging

Headword:
πρόσληψις
Headword (normalized):
πρόσληψις
Headword (normalized/stripped):
προσληψις
IDX:
75867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75868
Key:

Data

{'content': 'taking in addition'}