Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσλάμπω
πρόσλαμψις
προσλέγω
προσλειόω
προσλείπω
προσλειτουργέω
προσλεπτύνω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
View word page
προσληπτέον
one must add

ShortDef

one must add

Debugging

Headword:
προσληπτέον
Headword (normalized):
προσληπτέον
Headword (normalized/stripped):
προσληπτεον
IDX:
75864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75865
Key:

Data

{'content': 'one must add'}