Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσλαλιά
προσλαμβάνω
προσλάμπω
πρόσλαμψις
προσλέγω
προσλειόω
προσλείπω
προσλειτουργέω
προσλεπτύνω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
View word page
προσλέχομαι
to lie beside

ShortDef

to lie beside

Debugging

Headword:
προσλέχομαι
Headword (normalized):
προσλέχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσλεχομαι
IDX:
75862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75863
Key:

Data

{'content': 'to lie beside'}