Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλάκκιον
προσλαλέω
προσλαλιά
προσλαμβάνω
προσλάμπω
πρόσλαμψις
προσλέγω
προσλειόω
προσλείπω
προσλειτουργέω
προσλεπτύνω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
View word page
προσλείπω
to be lacking
ShortDef
to be lacking
Debugging
Headword:
προσλείπω
Headword (normalized):
προσλείπω
Headword (normalized/stripped):
προσλειπω
IDX:
75858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75859
Key:
Data
{'content': 'to be lacking'}