Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκωμάζω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλάκκιον
προσλαλέω
προσλαλιά
προσλαμβάνω
προσλάμπω
πρόσλαμψις
προσλέγω
προσλειόω
προσλείπω
προσλειτουργέω
προσλεπτύνω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
View word page
προσλέγω
to speak to
ShortDef
to speak to
Debugging
Headword:
προσλέγω
Headword (normalized):
προσλέγω
Headword (normalized/stripped):
προσλεγω
IDX:
75856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75857
Key:
Data
{'content': 'to speak to'}