Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
προσκωμάζω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλάκκιον
προσλαλέω
προσλαλιά
προσλαμβάνω
προσλάμπω
πρόσλαμψις
προσλέγω
προσλειόω
View word page
πρόσκωπος
at the oar, a rower

ShortDef

at the oar, a rower

Debugging

Headword:
πρόσκωπος
Headword (normalized):
πρόσκωπος
Headword (normalized/stripped):
προσκωπος
IDX:
75847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75848
Key:

Data

{'content': 'at the oar, a rower'}