Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
προσκωμάζω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλάκκιον
προσλαλέω
προσλαλιά
προσλαμβάνω
προσλάμπω
πρόσλαμψις
προσλέγω
View word page
προσκωμάζω
burst riotously in upon

ShortDef

burst riotously in upon

Debugging

Headword:
προσκωμάζω
Headword (normalized):
προσκωμάζω
Headword (normalized/stripped):
προσκωμαζω
IDX:
75846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75847
Key:

Data

{'content': 'burst riotously in upon'}