Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
προσκωμάζω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλάκκιον
προσλαλέω
προσλαλιά
View word page
προσκυρέω
to reach, touch, arrive at
ShortDef
to reach, touch, arrive at
Debugging
Headword:
προσκυρέω
Headword (normalized):
προσκυρέω
Headword (normalized/stripped):
προσκυρεω
IDX:
75842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75843
Key:
Data
{'content': 'to reach, touch, arrive at'}