Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
προσκωμάζω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλάκκιον
προσλαλέω
View word page
προσκύπτω
to stoop to
ShortDef
to stoop to
Debugging
Headword:
προσκύπτω
Headword (normalized):
προσκύπτω
Headword (normalized/stripped):
προσκυπτω
IDX:
75841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75842
Key:
Data
{'content': 'to stoop to'}