Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
προσκωμάζω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλάκκιον
View word page
προσκυνητός
to be worshipped, worshipful

ShortDef

to be worshipped, worshipful

Debugging

Headword:
προσκυνητός
Headword (normalized):
προσκυνητός
Headword (normalized/stripped):
προσκυνητος
IDX:
75840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75841
Key:

Data

{'content': 'to be worshipped, worshipful'}