Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
προσκωμάζω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
View word page
προσκυνητής
a worshipper
ShortDef
a worshipper
Debugging
Headword:
προσκυνητής
Headword (normalized):
προσκυνητής
Headword (normalized/stripped):
προσκυνητης
IDX:
75839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75840
Key:
Data
{'content': 'a worshipper'}