Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
προσκωμάζω
πρόσκωπος
View word page
προσκυνητήρ
faldstool
ShortDef
faldstool
Debugging
Headword:
προσκυνητήρ
Headword (normalized):
προσκυνητήρ
Headword (normalized/stripped):
προσκυνητηρ
IDX:
75837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75838
Key:
Data
{'content': 'faldstool'}