Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
View word page
προσκυνητέον
one must worship

ShortDef

one must worship

Debugging

Headword:
προσκυνητέον
Headword (normalized):
προσκυνητέον
Headword (normalized/stripped):
προσκυνητεον
IDX:
75835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75836
Key:

Data

{'content': 'one must worship'}