Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
View word page
προσκύνησις
adoration, obeisance, a salam
ShortDef
adoration, obeisance, a salam
Debugging
Headword:
προσκύνησις
Headword (normalized):
προσκύνησις
Headword (normalized/stripped):
προσκυνησις
IDX:
75834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75835
Key:
Data
{'content': 'adoration, obeisance, a salam'}