Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
View word page
προσκυνέω
to make obeisance

ShortDef

to make obeisance

Debugging

Headword:
προσκυνέω
Headword (normalized):
προσκυνέω
Headword (normalized/stripped):
προσκυνεω
IDX:
75832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75833
Key:

Data

{'content': 'to make obeisance'}