Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
View word page
προσκυμαίνω
dash against
ShortDef
dash against
Debugging
Headword:
προσκυμαίνω
Headword (normalized):
προσκυμαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσκυμαινω
IDX:
75831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75832
Key:
Data
{'content': 'dash against'}