Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
View word page
προσκύλλω
molest before

ShortDef

molest before

Debugging

Headword:
προσκύλλω
Headword (normalized):
προσκύλλω
Headword (normalized/stripped):
προσκυλλω
IDX:
75830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75831
Key:

Data

{'content': 'molest before'}