Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
προσκυνητής
View word page
προσκυλίω
roll to, roll up
ShortDef
roll to, roll up
Debugging
Headword:
προσκυλίω
Headword (normalized):
προσκυλίω
Headword (normalized/stripped):
προσκυλιω
IDX:
75829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75830
Key:
Data
{'content': 'roll to, roll up'}