Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνητήριον
View word page
προσκυλινδέομαι
roll to

ShortDef

roll to

Debugging

Headword:
προσκυλινδέομαι
Headword (normalized):
προσκυλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκυλινδεομαι
IDX:
75828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75829
Key:

Data

{'content': 'roll to'}