Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
View word page
προσκτίζω
to build

ShortDef

to build

Debugging

Headword:
προσκτίζω
Headword (normalized):
προσκτίζω
Headword (normalized/stripped):
προσκτιζω
IDX:
75827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75828
Key:

Data

{'content': 'to build'}