Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
View word page
πρόσκτητος
acquired
ShortDef
acquired
Debugging
Headword:
πρόσκτητος
Headword (normalized):
πρόσκτητος
Headword (normalized/stripped):
προσκτητος
IDX:
75826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75827
Key:
Data
{'content': 'acquired'}