Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
View word page
πρόσκτησις
increase of fortune

ShortDef

increase of fortune

Debugging

Headword:
πρόσκτησις
Headword (normalized):
πρόσκτησις
Headword (normalized/stripped):
προσκτησις
IDX:
75825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75826
Key:

Data

{'content': 'increase of fortune'}