Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
View word page
προσκτάομαι
to gain, get

ShortDef

to gain, get

Debugging

Headword:
προσκτάομαι
Headword (normalized):
προσκτάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκταομαι
IDX:
75824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75825
Key:

Data

{'content': 'to gain, get'}