Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
προσκύνημα
View word page
προσκρούω
to strike against

ShortDef

to strike against

Debugging

Headword:
προσκρούω
Headword (normalized):
προσκρούω
Headword (normalized/stripped):
προσκρουω
IDX:
75823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75824
Key:

Data

{'content': 'to strike against'}