Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
προσκυνέω
View word page
προσκρουστικός
offensive
ShortDef
offensive
Debugging
Headword:
προσκρουστικός
Headword (normalized):
προσκρουστικός
Headword (normalized/stripped):
προσκρουστικος
IDX:
75822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75823
Key:
Data
{'content': 'offensive'}