Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
View word page
προσκρουστέον
one must give offence

ShortDef

one must give offence

Debugging

Headword:
προσκρουστέον
Headword (normalized):
προσκρουστέον
Headword (normalized/stripped):
προσκρουστεον
IDX:
75821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75822
Key:

Data

{'content': 'one must give offence'}