Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
View word page
πρόσκρουσμα
that against which one strikes, a stumbling-block, offence
ShortDef
that against which one strikes, a stumbling-block, offence
Debugging
Headword:
πρόσκρουσμα
Headword (normalized):
πρόσκρουσμα
Headword (normalized/stripped):
προσκρουσμα
IDX:
75819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75820
Key:
Data
{'content': 'that against which one strikes, a stumbling-block, offence'}