Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
View word page
πρόσκρουσις
a dashing against

ShortDef

a dashing against

Debugging

Headword:
πρόσκρουσις
Headword (normalized):
πρόσκρουσις
Headword (normalized/stripped):
προσκρουσις
IDX:
75818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75819
Key:

Data

{'content': 'a dashing against'}