Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
View word page
πρόσκρουμα
obstacle
ShortDef
obstacle
Debugging
Headword:
πρόσκρουμα
Headword (normalized):
πρόσκρουμα
Headword (normalized/stripped):
προσκρουμα
IDX:
75817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75818
Key:
Data
{'content': 'obstacle'}