Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
View word page
πρόσκρισις
accretion, increase, growth by assimilation

ShortDef

accretion, increase, growth by assimilation

Debugging

Headword:
πρόσκρισις
Headword (normalized):
πρόσκρισις
Headword (normalized/stripped):
προσκρισις
IDX:
75816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75817
Key:

Data

{'content': 'accretion, increase, growth by assimilation'}