Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
View word page
προσκρίνω
adjudge
ShortDef
adjudge
Debugging
Headword:
προσκρίνω
Headword (normalized):
προσκρίνω
Headword (normalized/stripped):
προσκρινω
IDX:
75815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75816
Key:
Data
{'content': 'adjudge'}