Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
View word page
προσκρατύνω
strengthen additionally

ShortDef

strengthen additionally

Debugging

Headword:
προσκρατύνω
Headword (normalized):
προσκρατύνω
Headword (normalized/stripped):
προσκρατυνω
IDX:
75813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75814
Key:

Data

{'content': 'strengthen additionally'}