Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
View word page
προσκουφίζομαι
to be relieved

ShortDef

to be relieved

Debugging

Headword:
προσκουφίζομαι
Headword (normalized):
προσκουφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκουφιζομαι
IDX:
75811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75812
Key:

Data

{'content': 'to be relieved'}