Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
View word page
προσκοτέω
darken beforehand

ShortDef

darken beforehand

Debugging

Headword:
προσκοτέω
Headword (normalized):
προσκοτέω
Headword (normalized/stripped):
προσκοτεω
IDX:
75810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75811
Key:

Data

{'content': 'darken beforehand'}