Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
View word page
προσκόσμησις
additional decoration

ShortDef

additional decoration

Debugging

Headword:
προσκόσμησις
Headword (normalized):
προσκόσμησις
Headword (normalized/stripped):
προσκοσμησις
IDX:
75809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75810
Key:

Data

{'content': 'additional decoration'}