Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
View word page
προσκόσμημα
additional ornament

ShortDef

additional ornament

Debugging

Headword:
προσκόσμημα
Headword (normalized):
προσκόσμημα
Headword (normalized/stripped):
προσκοσμημα
IDX:
75808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75809
Key:

Data

{'content': 'additional ornament'}