Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
View word page
προσκοσμέω
adorn yet more, add ornament to
ShortDef
adorn yet more, add ornament to
Debugging
Headword:
προσκοσμέω
Headword (normalized):
προσκοσμέω
Headword (normalized/stripped):
προσκοσμεω
IDX:
75807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75808
Key:
Data
{'content': 'adorn yet more, add ornament to'}