Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
View word page
προσκορίζομαι
annoy, tease
ShortDef
annoy, tease
Debugging
Headword:
προσκορίζομαι
Headword (normalized):
προσκορίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκοριζομαι
IDX:
75805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75806
Key:
Data
{'content': 'annoy, tease'}