Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
View word page
προσκορής
satiating, palling

ShortDef

satiating, palling

Debugging

Headword:
προσκορής
Headword (normalized):
προσκορής
Headword (normalized/stripped):
προσκορης
IDX:
75804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75805
Key:

Data

{'content': 'satiating, palling'}