Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
προσκρατύνω
View word page
προσκόπτω
to strike
ShortDef
to strike
Debugging
Headword:
προσκόπτω
Headword (normalized):
προσκόπτω
Headword (normalized/stripped):
προσκοπτω
IDX:
75803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75804
Key:
Data
{'content': 'to strike'}