Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
View word page
πρόσκοπος
seeing beforehand

ShortDef

seeing beforehand

Debugging

Headword:
πρόσκοπος
Headword (normalized):
πρόσκοπος
Headword (normalized/stripped):
προσκοπος
IDX:
75801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75802
Key:

Data

{'content': 'seeing beforehand'}