Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
προσκόσμημα
προσκόσμησις
View word page
προσκοπητέον
one must consider beforehand

ShortDef

one must consider beforehand

Debugging

Headword:
προσκοπητέον
Headword (normalized):
προσκοπητέον
Headword (normalized/stripped):
προσκοπητεον
IDX:
75799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75800
Key:

Data

{'content': 'one must consider beforehand'}