Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
προσκοσμέω
View word page
προσκοπή2
an offence
ShortDef
a looking out for
an offence
Debugging
Headword:
προσκοπή2
Headword (normalized):
προσκοπή
Headword (normalized/stripped):
προσκοπη2
IDX:
75797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75798
Key:
Data
{'content': 'an offence'}