Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
προσκοροδοφαγέω
View word page
προσκοπή
a looking out for

ShortDef

a looking out for
an offence

Debugging

Headword:
προσκοπή
Headword (normalized):
προσκοπή
Headword (normalized/stripped):
προσκοπη
IDX:
75796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75797
Key:

Data

{'content': 'a looking out for'}