Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
προσκορίζομαι
View word page
προσκοπέω
to see, consider beforehand; provide for; make provision against
ShortDef
to see, consider beforehand; provide for; make provision against
Debugging
Headword:
προσκοπέω
Headword (normalized):
προσκοπέω
Headword (normalized/stripped):
προσκοπεω
IDX:
75795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75796
Key:
Data
{'content': 'to see, consider beforehand; provide for; make provision against'}