Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
προσκόπτω
προσκορής
View word page
προσκοπεύομαι
intend, look forward to

ShortDef

intend, look forward to

Debugging

Headword:
προσκοπεύομαι
Headword (normalized):
προσκοπεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκοπευομαι
IDX:
75794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75795
Key:

Data

{'content': 'intend, look forward to'}